θρονίζω

θρονίζω
(ΑΜ θρονίζω) [θρόνος]
1. θρονιάζω, τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα
2. παθ. θρονίζομαι (για βασιλείς) ενθρονίζομαι, εγκαθίοταμαι στον θρόνο
αρχ.
παθ. μυούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρονισμός — ο (ΑΜ θρονισμός) [θρονίζω] η ενθρόνιση …   Dictionary of Greek

  • θρονιστής — θρονιστής, ὁ (Α) [θρονίζω] αυτός που ενθρονίζει, αυτός που εγκαθιστά κάποιον στον θρόνο …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • μετενθρονίζω — (Μ) μεταθέτω επίσκοπο από μία επισκοπή σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν θρονίζω «δίνω θρόνο»] …   Dictionary of Greek

  • ρονιστήριον — θρονιστήριον, τὸ (Μ) [θρονίζω] αίθουσα θρόνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”